βαλαντώνω

βαλαντώνω
1. αμετ.
1) выбиваться из сил, переутомляться; 2) расстраиваться, огорчаться; 2. μκτ. вызывать расстройство, огорчение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαλαντώνω" в других словарях:

  • βαλαντώνω — βαλαντώνω, βαλάντωσα, βαλαντωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… …   Dictionary of Greek

  • βαλαντώνω — ωσα, βαλαντωμένος 1. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά: Βαλάντωσε από το πολύ κλάμα. 2. στενοχωρώ, εξαντλώ κάποιον: Με βαλάντωσε ο έρωτάς μου για τη Μαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλάντωμα — το [βαλαντώνω] 1. υπερβολική κούραση, εξάντληση 2. η μεγάλη στενοχώρια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»